- ανακλαστικότητα
- η (Φυσ.)η ιδιότητα που έχουν ορισμένα σώματα να ανακλούν κύματα ή σωματίδια. Μέτρο τής ανακλαστικότητας αποτελεί ο συντελεστής ανακλάσεως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλβέδο ή αλμπέντο — (albedo). Το ποσοστό τοις εκατό της ακτινοβόλου ενέργειας που ανακλάται ή διαχέεται από την επιφάνεια ενός ετερόφωτου σώματος. Λέγεται και λευκάγεια. Το α. του μαύρου σώματος, που όπως είναι γνωστό απορροφά όλες τις ακτινοβολίες, είναι 0, ενώ του … Dictionary of Greek
Ιαπετός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ένας από τους έξι Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας. Από τον γάμο του με την Κλυμένη, κόρη του Ωκεανού, ή με την Ασία, την Αίθρα ή τη Θέμιδα, απέκτησε τον Προμηθέα, τον Άτλαντα, τον Επιμηθέα και τον Μενοίτιο. Ο Ι … Dictionary of Greek